-
1 ὄθομαι
A take heed, Hom. only in Il., and always with neg.: abs.,οὐκ ἀλεγίζει οὐδ' ὄθεται Il.15.107
: c. inf., οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ ἶσον ἐμοὶ φάσθαι ib. 166, cf. 182 : with part. for inf., : c. gen. pers., regard,σέθεν.. οὐκ ἀλεγίζω, οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος 1.181
;ἐμεῖο οὐκ ὄθεται A.R.3.94
, cf. 1.1267. (Cf. ὀθεύει, ὀθέω, ὄθη.) -
2 κοτέω
κοτ-έω, ([etym.] κότος) [dialect] Ep. and Lyr. Verb, used in the forms cited below, without distinction of voice,A bear one a grudge, be angry at him, c. dat. pers.,κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Il.5.177
, cf. 18.367;Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος 23.383
; ; τοῖσίν τε κοτέσσεται ([dialect] Ep. for κοτέσηται) 5.747, 8.391, Od.1.101;λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντες Hes.Sc. 403
: prov., : c.dat.rei,βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων Pi.Supp.13a31
: c. gen. rei, ἀπάτης κοτέων angry at the trick, Il.4.168; κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, οὕνεκα .. 14.191: abs.,οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος 1.181
, cf. 23.391; κεκοτηότι θυμῷ ([dialect] Ep. [tense] pf. part. ) with angry heart, 21.456, Od.9.501, 19.71: [tense] aor. ;Διωνύσῳ κοτέσασα Euph.14
.
См. также в других словарях:
όθομαι — ὄθομαι (Α) μεριμνώ για κάτι ή για κάποιον, προσέχω, φροντίζω ή υπολογίζω κάποιον («σέθεν οὐκ ἀλεγίζω οὐδ ὄθομαι κοτέοντος» δεν σέ υπολογίζω ούτε ενδιαφέρομαι για την οργή σου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πολλοί, επικαλούμενοι την ερμηνεία … Dictionary of Greek